- μεταλλάσσει
- μεταλλάσσωchangepres ind mp 2nd sgμεταλλάσσωchangepres ind act 3rd sgμεταλλάσσωchangepres ind mp 2nd sgμεταλλάσσωchangepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταλλακτήρας — ο (Α μεταλλακτήρ, ῆρος) νεοελλ. (ηλεκτρολ.) μετατροπέας κυρίως τού εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές και σπανιότερα τού συνεχούς σε εναλλασσόμενο αρχ. αυτός που μεταλλάσσει, που μεταβάλλει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλάσσω + επίθημα τήρ) … Dictionary of Greek